Ελληνικά (Greek)


Ότι δε χωράει ο ανθρώπινος νους: Το βράδυ της βίας που πέρασα στα χέρια της Βελγικής Αστυνομίας

(1-2 Οκτώβρη 2010, No Border Camp, Βρυξέλλες)

11 Οκτώβρη 2010 (OPINIE) – Η δημοκρατία στην Ευρώπη απειλείται από μια αστυνομική δύναμη που νιώθει πως έχει το δικαίωμα να αστυνομεύει τη σκέψη και να χρησιμοποιεί βία, νιώθοντας απόλυτα σίγουρη πως μπορεί να δρα χωρίς το ενδεχόμενο τιμωρίας της. Η Marianne Maeckelbergh, λέκτορας στο πανεπιστήμιο του Leiden (Ολλανδία), έζησε μια τέτοια τρομακτική εμπειρία από πρώτο χέρι.


[Ακολουθεί η προσωπική μαρτυρία της Marianne]
Υπάρχουν στιγμές στη ζωή όλων μας όταν ξαφνικά, μετά από μια τραγική εμπειρία, ολόκληρος ο κόσμος φαντάζει διαφορετικός. Την Παρασκευή 1η Οκτώβρη, η Βελγική αστυνομία μου έδωσε μια τέτοια εμπειρία. Τη στιγμή που με κοίταξαν με το θυμό και το μίσος της απόλυτης βίας στα μάτια, όταν σήκωσαν τις γροθιές τους, βίαια, εναντίον μου – και όταν ένιωσα το χέρι του κράτους να πέφτει με βάρος και με πόνο στο πρόσωπό μου τότε ακριβώς συνειδητοποίησα πως ο κόσμος, ο δικός μου κόσμος, δε θα μπορούσε ποτέ ξανά να είναι ο ίδιος.
Τη Παρασκευή ταξίδεψα για τις Βρυξέλλες για να προλάβω τις δυο τελευταίες ημέρες του No Borders Camp, μιας συνάντησης που πραγματοποιείται δυο φορές το χρόνο με συμμετοχές από όλο τον κόσμο, “προκειμένου να βάλει ένα τέλος στο σύστημα των συνόρων που μας χωρίζουν όλους” και τα συστήματα καταπίεσης “που πολλαπλασιάζουν τα σύνορα παντού, σε όλες τις χώρες”. Η έρευνά μου εστιάζει στο πως τα διεθνή αυτά δίκτυα αναπτύσουν ιδιαίτερα ανεπτυγμένα και αποτελεσματικά μοντέλα δημοκρατίας. Είναι άρα ιδιαίτερα ειρωνικό το πώς όταν ξεκίνησα να βγάζω φωτογραφίες σε ένα δημόσιο δρόμο, η αστυνομία αντέδρασε με το να με συλλάβει χωρίς λόγο και στερώντας μου τα πιο βασικά μου δημοκρατικά δικαιώματα.

Η βία

Για 14 ώρες που μου είναι αδύνατον να ξεχάσω, βρέθηκα υπό κράτηση και ήμουν βορά στη βία, την εξουσία, την κάθε τους ιδιοτροπία. Με χτύπησαν, με έφτυσαν, με είπαν ξανά και ξανά “βρομώ-πόρνη” και με έδεσαν σε ένα καλοριφέρ μέχρι τις 4 το πρωί ακριβώς δίπλα στην ανοιχτή πόρτα του γραφείου του επικεφαλής της αστυνομίας, ο οποίος τα παρακολούθησε όλα και αντέδρασε μόνο με σιωπή. Ο επικεφαλής παρακολούθησε επίσης τη βίαιη σύλληψη ενός ακόμη ατόμου, που επίσης δέθηκε σε ένα καλοριφέρ και στον οποίο ξέσπασαν με τόση οργή όση δεν έχω ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου – το παιδί αυτό έπεσε ουρλιάζοντας στο πάτωμα φωνάζοντας τη μόνη λέξη που ήξερε στα γαλλικά - ‘non, non, non’. Καθώς τα παρακολουθούσα αυτά, δεμένη η ίδια δίπλα στον επικεφαλής της αστυνομίας, αναρωτιόμουν σε ποια χώρα βρίσκομαι, πώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί οπουδήποτε στον κόσμο – και πού, τελικά, έχουν πάει η δημοκρατία και η δικαιοσύνη;

Το έγκλημα; να είσαι κοινωνικά δραστήρια

Και ποιο ήταν το υποτιθέμενο έγκλημά μου; Τραβούσα απλά φωτογραφίες – και η αστυνομία το ήξερε αυτό. Ο επικεφαλής της αστυνομίας με συνέλαβε προσωπικά, ντυμένος με πολιτικά και χωρίς να μου δώσει καμία προειδοποίηση ή εντολή απομάκρυνσης από το χώρο. Ήξερε τι έκανα και ήξερε πως απλά έβγαζα φωτογραφίες. Μα γι΄ αυτούς τους αστυνομικούς, δεν είχε σημασία. Ήταν πεπεισμένοι 100% πως ήμουν διαδηλώτρια και πως ήμουν, όπως είπαν οι ίδιοι, μια “αριστερίστρια” - και αυτά ήταν υπερ-αρκετά για να νιώσουν πως δικαιολογούνται στο να χτυπήσουν εμένα και τους άλλους. Χρησιμοποίησαν τη διαδήλωση των Ευρωπαϊκών Συνδικάτων της Τετάρτης 29 Σεπτέμβρη, με τη συμμετοχή πάνω από 56,000 ανθρώπων, σαν στοιχείο εναντίον μου – παρότι δεν ήμουν καν εκεί – ισχυριζόμενοι πως η συμμετοχή σ΄ αυτή τη διαδήλωση δικαιολογούσε τη μεταχείρισή τους απέναντί μου. Ήταν εξαγριωμένοι επειδή κάποιος είχε σπάσει τα τζάμια του αστυνομικού τμήματος και ήταν σίγουροι, παρά όλες τις αποδείξεις περί του αντιθέτου, πως συμμετείχα στην ενέργεια αυτή και πως αυτό δικαιολογούσε με κάποιο τρόπο τη συμπεριφορά τους.
Μέσα στο αστυνομικό τμήμα, η οποιαδήποτε σύνδεση με το No Borders Camp και την επιθυμία να βοηθήσει κανείς όσους ζουν την καθημερινότητά τους με την ανασφάλεια του να μην έχουν χαρτιά και κάπου να απευθυνθούν, θεωρήθηκε ως δικαιολογία για μια απίστευτη βία. Η αστυνομία ξεδίπλωσε τις αρχές της στο τραπέζι για μένα, καθαρές όσο κι ένας ξάστερος ουρανός. Γι΄ αυτούς, η ασφάλεια, η υγεία (σωματική και ψυχολογική) και τα δημοκρατικά δικαιώματα ανθρώπινων όντων δεν είχαν καμία σημασία. Όσοι και όσες συνελήφθησαν θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν ως αθώοι μέχρις αποδείξεως του εναντίου – και κανείς, ανεξαρτήτως εγκλήματος, δε θα έπρεπε να χτυπηθεί από εκπροσώπους της κυβέρνησης. Για μια ακόμα φορά, αναρωτήθηκα σε ποια χώρα βρισκόμουν και πού είχε πάει η δημοκρατία. Μα δε τόλμησα να σηκώσω τα μάτια μου να συναντήσουν τα δικά τους, ή ακόμα χειρότερα να τους αντιμιλήσω, από το φόβο των ιπτάμενων γροθιών που θα έρχονταν εναντίον μου.

Η παγίδα – η αστυνομία λέει ψέματα επίτηδες για να με παγιδεύσει

Ακόμη κι ένας από τους πιο “φιλικούς” αστυνομικούς ένιωσε την ανάγκη να με παγιδεύσει για το έγκλημα. Δε θα μπορούσε να υπάρξει αμφιβολία ότι έκανα οτιδήποτε άλλο εκτός του να βγάζω φωτογραφίες – όχι μόνο επειδή με είδε ο επικεφαλής αυτοπροσώπως, αλλά επειδή είχα ένα τέλειο άλλοθι για ολόκληρο το βράδυ – καθόμουν στη ταράτσα ενός καφέ με δυο φίλους και τους είπα [στους αστυνομικούς] πως εάν πήγαιναν εκεί εκείνη τη στιγμή θα έβρισκαν πολύ κόσμο που θα μπορούσε να το επιβεβαιώσει.
Περιέγραψα το καφέ με λεπτομέρεια γιατί δυστυχώς δεν ήξερα το όνομά του.
Παρά τον ισχυρισμό του ότι με πίστευε, και παρά τα συντριπτικά στοιχεία που έδειχναν πως δεν είχα κάνει κάτι λάθος, ο αστυνομικός έβαλε επίτηδες ένα προφανές ψέμα στη δήλωση που ήθελε να υπογράψω. Με βεβαίωσε, ξανά και ξανά, πως το όνομα του καφε που βρισκόμουν ήταν “Volle Brol”, παρότι το καφέ αυτό δε μοιάζει καθόλου με αυτό που περιέγραφα. Του είπα πως δε μπορούσα να υπογράψω μια δήλωση για της οποίας το περιεχόμενο δεν ήμουν 100% σίγουρη. Αυτή αποδείχτηκε μια καθοριστική απόφαση.
Μονάχα την επόμενη ημέρα όμως, στο δικαστήριο πια, συνειδητοποίησα τις επιπτώσεις του τι προσπάθησε να κάνει ο αστυνομικός αυτός. Μέχρι σήμερα, δε μπορώ να φανταστώ τι είχε να κερδίσει η αστυνομία με το να παραποιήσει τη δήλωσή μου κατ' αυτό τον τρόπο.

Κλοπή

Όταν επιτέλους αφέθηκα ελεύθερη από ένα δικαστή μετά από δεκατέσσερις ώρες, παρέλαβα μια πλαστική τσάντα με τα πράγματά μου. Μα πολλά σημαντικά αντικείμενα έλειπαν. Τα πιο σημαντικά, η ταυτότητά μου και η κάρτα USB μου, η φωτογραφική μηχανή που είχα μαζί μου και εικοσιπέντε ευρώ μετρητά. Όταν επέστρεψα στο τμήμα για να διεκδικήσω τα αντικείμενά μου αυτά – μαζί με φίλους, καθώς φοβόμουν κυριολεκτικά για τη ζωή μου - με περιγέλασαν και μου είπαν πως κρατάνε τα λεφτά μου ως “χρηματική αποζημίωση” και πως θα κράταγαν την κάμερα και την κάρτα USB για έρευνα. Ζήτησα για μια γραπτή απόδειξη πως τα αντικείμενα θα κρατούντο, μα δεν έλαβα τίποτα. Ζήτησα την ταυτότητα κι απλά γέλασαν. Όταν επέστρεψα δυο μέρες μετά για την ταυτότητα μου είπαν πως χάθηκε κάπου “σε ένα βαν”.

Διδάγματα

Σαν διδάκτωρ πανεπιστημίου με ειδίκευση στη δημοκρατία και την κοινωνική αλλαγή, πέρασα ολόκληρη την απαίσια αυτή νύχτα και κάθε μέρα έκτοτε αναρωτώμενη αν η εμπειρία αυτή έχει κάτι να μας πει για την εξουσία, το κράτος ή τη δημοκρατία. Πήρα ελάχιστες απαντήσεις.
Η βία την οποία υπέστην και της οποίας ήμουν μάρτυρας δεν είναι μια τυχαία ενέργεια ενός μόνο αστυνομικού που είχε ξεφύγει. Ήταν φανερό από την πρώτη κιόλας στιγμή πως γι΄ αυτούς τους αστυνομικούς, σε αυτό το τμήμα, αυτή η αδιανόητη βία ήταν απόλυτα συνηθισμένη. Δεν ένιωσαν την ανάγκη να με κρύψουν σε ένα κελί για να με χτυπήσουν – δεν έκρυψαν τη βία τους από τα μάτια των επικεφαλής και των συναδέλφων τους – οι συνάδελφοί τους δε σήκωσαν καν το κεφάλι τους από το γραφείο να δουν τι συμβαίνει. Γιατί να το κάνουν; Προφανώς είναι κάτι που το βλέπουν κάθε μέρα.
Εγώ, από την άλλη, φανταζόμουν τη βία αυτή σαν κάτι το ασύλληπτο. Είχα δει την αστυνομία να είναι βίαια στο δρόμο και είχα ακούσει ιστορίες βασανισμών στα κελιά, μα να βιώσω και να δω μια τόσο ακραίου βαθμού βια στις ελεγχόμενες συνθήκες ενός συνηθισμένου αστυνομικού τμήματος, μπροστά στα μάτια αστυνομικών διευθυντών (αλλά μακριά από τα μάτια του κόσμου) ήταν μια εμπειρία που χαράχτηκε στην καρδιά μου και θα μείνει για πάντα στο μυαλό μου.
Ίσως είναι ενδεικτικό της προνομιακής μου θέσης το ότι με σόκαρε τόσο πολύ το να δω τόση βία απ΄ αυτούς που υποτίθεται πως μας προστατεύουν. Δεν είμαι ο πιό φτωχός άνθρωπος, μετανάστης, ένα άτομο χωρίς χαρτιά ή λεφτά, που δε μιλάει τη γλώσσα της αστυνομίας ή που ζει σε μια φτωχή γειτονιά. Έχω ένα διδακτορικό δίπλωμα και μπορώ να συνεννοηθώ σε έξι γλώσσες. Είμαι διδάκτωρ πανεπιστημίου και συγγραφέας. Άνθρωποι σαν κι εμένα δε πιάνονται συχνά στα δίχτυα της οργής του αστυνομικούς κράτους. Μέχρι, φυσικά, να τολμήσουμε να στηρίξουμε όσων η ζωή ορίζεται ακριβώς από αυτού του είδους το φόβο και την ανασφάλεια.
Κι αυτό είναι μέρος του τραύματος που μου άφησε αυτή η ιστορία: όχι μόνο υπέστην τη σωματική βία και έγινα μάρτυρας όσων μπορώ μόνο να χαρακτηρίσω ως βασανιστήρια, αλλά επιπλέον έχω ένα ερώτημα που δε μπορώ να ξεχάσω, ένα ερώτημα που με κρατάει ξύπνια τα βράδια και με αφήνει νηστική για μέρες. Πώς μπορεί να ζούμε σε μια κοινωνία όπου τέτοιου είδους άνθρωποι εκπροσωπούν το νόμο; Και γιατί είναι αδύνατο να κάνουμε κάτι γι΄ αυτό; Ακόμα κι ο δικαστής, το μόνο που μου είπε είναι πως μπορώ να καταθέσω μια διαμαρτυρία – σαν οι αστυνομικοί να είχαν κάνει κάποιο διοικητικό λάθος. Πώς μπορώ να εξηγήσω την εμπειρία μου; Δεν υπάρχει εξήγηση. Δεν υπάρχει καν λόγος για τον οποίο όλη αυτή η βία θα έπρεπε να είναι δυνατή.


Γιατί έχουν σημασία όλα αυτά
Η βία της οποίας ήμουν μάρτυρας το βράδυ της 1-2 Οκτώβρη είναι ανησυχητική για τρεις τουλάχιστον λόγους. Ο πρώτος είναι ο τρόπος με τον οποίο έδρασε η αστυνομία, στηριγμένη σε μια υπόθεση πως ήμασταν ένοχοι λόγω συσχέτισης – μια τάση που βλέπουμε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό ανά την Ευρώπη, όπου ολόκληρες κατηγορίες ανθρώπων ονομάζονται “εγκληματικές”, ανεξάρτητα του αν το κάθε άτομο έχει διαπράξει κάποιο έγκλημα. Η προληπτική σύλληψη εκατοντάδων ανθρώπων καθ' οδόν προς τη νόμιμη διαδήλωση της 29ης Σεπτέμβρη 2010 είναι ένα παράδειγμα της τάσης αυτής. Είναι παράδειγμα της ολοένα αυξανόμενης αντίληψης του ότι είναι αποδεκτό να αφαιρεί κανείς την ελευθερία κάποιου, για την πιθανότητα και μόνο του ότι ίσως, κάποια στιγμή στο μέλον, κάποιος (και στατιστικά, δεν είναι καν πιθανό ότι θα είναι αυτός του οποίου η ελευθερία θα έχει αφαιρεθεί) θα κάνει κάτι ελαφρά παράνομο.
Δεύτερον, η ιδέα πως μπορεί να βασιστεί η ενοχή κάποιου σε ιδέες και όχι σε πράξεις – αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αστυνομία σκέψης. Για τους αστυνομικούς, η υποψία ότι μπορεί να έχω έστω και στο ελάχιστο αριστερές αντιλήψεις ήταν αρκετή για να αποδείξει την ενοχή μου. Κι αυτή, επίσης, φαίνεται να είναι μια αυξανόμενη τάση. Ήταν χάρη στον τρομακτικό συνδυασμό της ενοχής-από-συσχέτιση με μια ακαθόριστα ορισμένη ομάδα ανθρώπων και την ενοχή-από-συσχέτιση με μια γενική κατηγορία ιδεών, που η αστυνομική αυτή βία κατέστη δυνατή. Από τη στιγμή που η αστυνομία με είχε κατηγοριοποιήσει με αυτό τον τρόπο, τι θα μου συνέβαινε ύστερα δεν είχε καμία σημασία. Είναι ακριβώς αυτού του είδους η προκατάληψη που οι δημοκρατικές κοινωνίες δε μπορούν και δε θα έπρεπε να υποστηρίζουν.
Αυτό που με ανησύχησε περισσότερο όμως, είναι η ιδέα πως η ενοχή στην περίπτωσή μας θα δικαιολογούσε το βίαιο ξυλοδαρμό πολιτών από τους εκπροσώπους του κράτους. Από πότε ζούμε σε μια κοινωνία όπου η αστυνομία νιώθει να έχει τη δύναμη να δικάσει και να εκδικηθεί βίαια;
Τέλος, αυτό που με ανησυχεί σήμερα είναι το πως όλοι μου λένε ξανά και ξανά πως δεν υπάρχει τίποτα που να μπορώ να κάνω, ούτε εγώ ούτε όλοι οι άλλοι άνθρωποι που υπέστην την αστυνομική βία στη διάρκεια του no borders camp. Ανησυχώ για τους τέσσερις άλλους που συνελήφθησαν μαζί μου, κρατήθηκαν στο ίδιο τμήμα, υπέστην την ίδια βία – μα είναι ακόμα υπό κράτηση. Όσο περισσότερο ερευνώ το ιστορικό της αστυνομικής βίας στο Βέλγιο, τόσο περισσότερο καταλαβαίνω πως είναι χρόνιο πρόβλημα και πως η εμπειρία μου, κάθε άλλο παρά εξαίρεση είναι. Το Βέλγιο σαν χώρα και εμείς ως πολίτες του έχουμε την ευθύνη του να διερευνήσουμε το χρόνιο αυτό πρόβλημα και να πάρουμε μέτρα για να το λύσουμε.

Κατανοώντας το αδιανόητο

Το μόνο που μπορώ να κατανοήσω απ΄ όλα αυτά, μια εβδομάδα μετά τα γεγονότα, είναι πως βίωσα το απόλυτο παράδειγμα του γιατί είναι απαραίτητο να παλέψουμε για μια πιο δίκαι κοινωνία. Αυτή που έχουμε τώρα, αν και υπάρχει με μια επίφαση δημοκρατίας, είναι έτοιμη να παραβιάσει ακόμα και τις πιο στοιχειώδεις δημοκρατικές αρχές αμέσως με του που θα νιώσει απειλούμενη έστω και στο ελάχιστο. Δεν είναι αυτός ο κόσμος μέσα στον οποίο θέλω εγώ να ζήσω, ούτε ο κόσμος τον οποίο θέλω οποιονδήποτε άλλο να βρει αντιμέτωπο.

Κι έτσι, όταν πια ειπωθούν όλα και όταν καταλαγιάσουν οι εφιάλτες, θα θυμάμαι αυτή τη μέρα ως τη μέρα που κατάλαβα πραγματικά πόσο μεγάλα είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σαν κοινωνία και πόσο βαθιά αντιδημοκρατική παραμένει η Ευρώπη. Θα είναι η μέρα που κατάλαβα με κάθε σπιθαμή του τρομαγμένου μου, τρεμάμενου κορμιού πόσο σημαντικό είναι να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για μια κοινωνία στην οποία θα μπορούμε όλοι και όλες να νιώθουμε ελεύθεροι και ασφαλείς.
Η Marianne Maeckelbergh είναι ανθρωπολόγος στο Πανεπιστήμιο του Leiden και συγγραφέας του βιβλίου Η Επιθυμία των Πολλών: Πώς το Κίνημα για μια Άλλη Παγκοσμοιοποίηση Αλλάζει τη Μορφή της Δημοκρατίας